- παροτρῦναν
- παροτρύνωaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Κοντογιάννης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. Η καταγωγή τους ήταν αρβανιτοβλαχική, αλλά η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στον Βάλτο της Ακαρνανίας και εξελληνίστηκε. 1. Βαγγέλης (1800 – 1875). Γιος του Μήτζιου Κ. (βλ. 5.). Ως οπλαρχηγός έλαβε μέρος σε… … Dictionary of Greek
Περούτζ, Μαξ Φέρντιναντ — (Perutz, Βιέννη 1914). Άγγλος χημικός αυστριακής καταγωγής (Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και ύστερα στο Καίμπριτζ, στο τμήμα ερευνών του εργαστηρίου Κάβεντις, όπου αφοσιώθηκε στην ανόργανη χημεία και ειδικότερα στη δομή των κρυστάλλων με … Dictionary of Greek
Τέιλορ, Φρέντερικ Γουίνσλοου — (Taylor, Τζέρμαντάουν, Πενσυλβανία 1856 – Φιλαδέλφεια 1915). Αμερικανός μηχανικός. Θεωρείται ο ιδρυτής της μεθόδου επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως μαθητευόμενος στη Midvale Steel Company και σε 2 χρόνια έγινε… … Dictionary of Greek